ταπιρίδες

ταπιρίδες
οι, Ν
ζωολ. οικογένεια περισσοδάκτυλων θηλαστικών που περιλαμβάνει τους ταπίρους και συγγενή απολιθωμένα γένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. tapiridae < tapirus (βλ. λ. τάπιρος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λοφιόδους — ο (παλαιοζωολ.) απολιθωμένο γένος περιττοδάκτυλων οπληφόρων θηλαστικών τής οικογένειας ταπιρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lophiodon < lophio (< λοφίο) + odon (< ὀδούς). Η λ. μαρτυρείται από το 1873 στον Αιμ. Νοννότη] …   Dictionary of Greek

  • τάπιρος — (tapirus). Γένος οπληφόρων θηλαστικών της οικογένειας των ταπιριδών. Πρόκειται για ογκώδη ζώα με παχύ δέρμα και κωνικό κεφάλι, που καταλήγει σε μικρή προβοσκίδα στην άκρη της οποίας βρίσκονται τα ρουθούνια. Τα μπροστινά άκρα τους είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”